Σινδική — η, ΝΑ [Σινδοί] χώρα τής Σαρματίας, στη βορειοανατολική ακτή τού Εύξεινου Πόντου, η οποία εκτεινόταν ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στη χώρα τών Ζυγών, σημερινή χερσόνησο Τομάκ … Dictionary of Greek
βερέμι — (I) το η φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem]. (II) το ναυτ. κοινή ονομασία α) του κυρτώματος των ζυγών, β) της παρεντομής του ιστίου … Dictionary of Greek
ζούγωνερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες βόες ἐργάται» βόδια για όργωμα, για αροτρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν] … Dictionary of Greek
θηροζυγοκαμψιμέτωπος — θηροζυγοκαμψιμέτωπος, ον (Α) φρ. «ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα» αυτός που θέτει στον ζυγό, που ζεύει και δαμάζει τα θηρία κάμπτοντας τα μέτωπα τους (η λέξη πλάστηκε ως μέρος ενός στίχου ο οποίος περιέχει όλα τα γράμματα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… … Dictionary of Greek
παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… … Dictionary of Greek
πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… … Dictionary of Greek
ψοΐτης — ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν νεοελλ. ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών τής πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης») αρχ. η οσφυϊκή περιοχή τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα ίτης* (πρβλ. σιαγον ίτης)] … Dictionary of Greek
δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… … Dictionary of Greek