ζυγῶν

ζυγῶν
ζυγέω
march in line
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ζυγή
pair
fem gen pl
ζυγόν
yoke
masc gen pl
ζυγόν
yoke
neut gen pl
ζυγός
yoke
masc gen pl
ζυγόω
yoke
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ζυγόω
yoke
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ζυγόω
yoke
pres part act masc nom sg
ζυγόω
yoke
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σινδική — η, ΝΑ [Σινδοί] χώρα τής Σαρματίας, στη βορειοανατολική ακτή τού Εύξεινου Πόντου, η οποία εκτεινόταν ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη, σημερινή Αζοφική Θάλασσα, και στη χώρα τών Ζυγών, σημερινή χερσόνησο Τομάκ …   Dictionary of Greek

  • βερέμι — (I) το η φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem]. (II) το ναυτ. κοινή ονομασία α) του κυρτώματος των ζυγών, β) της παρεντομής του ιστίου …   Dictionary of Greek

  • ζούγωνερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες βόες ἐργάται» βόδια για όργωμα, για αροτρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν] …   Dictionary of Greek

  • θηροζυγοκαμψιμέτωπος — θηροζυγοκαμψιμέτωπος, ον (Α) φρ. «ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα» αυτός που θέτει στον ζυγό, που ζεύει και δαμάζει τα θηρία κάμπτοντας τα μέτωπα τους (η λέξη πλάστηκε ως μέρος ενός στίχου ο οποίος περιέχει όλα τα γράμματα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… …   Dictionary of Greek

  • πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… …   Dictionary of Greek

  • ψοΐτης — ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν νεοελλ. ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών τής πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης») αρχ. η οσφυϊκή περιοχή τού νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα ίτης* (πρβλ. σιαγον ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”